-
1 παραβολή
παραβολ-ή, ἡ,A juxtaposition, comparison, ;π. καὶ σύγκρισις Plb.1.2.2
; ἐν παραβολῇ by juxtaposition, Arist.Top. 104a28, cf. 157a14;ἐκ παραβολῆς Id.Rh. 1420a4
.2 comparison, illustration, analogy,τὴν π. ἀπρεπῆ πεποιῆσθαι Isoc.12.227
; π. δὲ τὰ Σωκρατικά (distd. from λόγος, apologue) Arist.Rh. 1393b3;ἐκ τῶν θηρίων ποιεῖσθαι τὴν π. Id.Pol. 1264b4
.3 NT, parable, Ev.Marc.12.1, al.; type, Ep. Hebr.9.9, 11.19.4 by-word, proverb, LXX Ez.18.2, Ev.Luc.4.23; in bad sense,εἰς π. ἐν τοῖς ἔθνεσι LXX Ps.43(44).14
, cf. Wi.5.3.II moving side by side, ἐκ παραβολῆς [νεῶν] μάχεσθαι to fight a sea-fight broadside to broadside, Plb.15.2.13, cf. D.S.14.60.V Astron., conjunction,παραβολαὶ ἀλλήλων Pl.Ti. 40c
, cf. Procl. in Ti.3.146 D., Plot.3.1.5, Iamb.Myst.9.4: also f.l. for περιβολή, τοῦ ἡλίου Max.Tyr.17.9.VI Math., division, opp. multiplication, Dioph.4.22; quotient, ib.10: hence, section produced by division of a line, Nicom.Ar.2.27.VII Geom., application,π. τῶν χωρίων Pythag.
ap. Procl.in Euc.p.419 F.; τὰ ἐκ τῆς π. γενηθέντα σημεῖα, of the foci of an ellipse or hyperbola, points found by application of an area to the axis, Apollon.Perg.Con.3.45, cf. 48.2 parabola, because the square on the ordinate is equal to a rectangle whose height is equal to the abscissa applied to the parameter, ib.1.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβολή
-
2 εὐκαιρία
A good season, opportunity,τὴν εὐ. διαφυλάττειν Isoc.12.34
; ἀπολαύειν τῆς εὐ. Phld.D.3Fr.89; εὐκαιρίαν ζητεῖν ἵνα .. Ev.Matt.26.16; εὐ. τοῦ ἐλθεῖν PMich. in Class.Phil.22.250 (ii A.D.); leisure, Hp.Ep.17,23;κατὰ πολλὴν εὐ. καὶ σχολήν D.H. Comp.23
—a usage condemned by Phot. and Suid.s.v. σχολή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκαιρία
-
3 ἐναρμόνιος
ἐναρμ-όνιος, ον,A of musical sound, musical,ἔνρυθμος καὶ ἐ. αἴσθησις Pl.Lg. 654a
;ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλῳ τῶν ἄστρων Arist.Cael. 290b22
;ἐναρμόνιον μελψδεῖν Luc.DDeor.7.4
; νέκταρ, of music, AP7.29 (Antip. Sid.): metaph., in harmony with,ταῖς τῶν βίων ὑποθέσεσι Ti.Locr.103c
. Adv.- ίως Ph.1.107
, Corn.ND32, Eustr. inEN9.2, Eust.1422.19.2 in Lit. Crit., harmonious,περίοδος D.H.Dem.24
; μεταβολαὶ ἐ. changes of harmony, Id.Comp.19, cf. ib.6 ([comp] Comp.).II in Music, enharmonic,συστήματα Aristox.Harm.p.17M.
; δίεσις ib.p.47 M.;ἐ. μέλη Arist.Pr. 918b22
(s. v.l.), cf. POxy.667.1, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναρμόνιος
-
4 ἔκκειμαι
A to be cast out or exposed, ἐπορᾶν ἐκκείμενον (sc. τὸν παῖδα) Hdt.1.110, cf. 122, Longus 1.3;ἁπλοῦν τὸ ἦθος καὶ παντὶ ἰδεῖν ἐκκείμενον D.H.Rh.10.1
.2 of public notices, decrees, etc., to be set up in public, posted up,ἵν' ἐκκέοιτο πρὸ τῶν ἐπωνύμων D.21.103
, cf. 58.9; to be set forth, ;ἐκκειμένων οὖν τῶν βίων Plu.Comp.Ages.Pomp.1
.3 to be proposed,ὁ σκοπὸς ἐ. καλῶς Arist.Pol. 1331b31
;μισθοὶ παρὰ βασιλέως ἔκκεινται Str.15.1.46
;ἔλασσον τοῦ ἐκκειμένου SIG577.66
(Milet., iii/ii B.C.).4 c. dat., to be exposed to, be at the mercy of, Str.5.2.6, Alciphr.3.29;τύχαις Plot.6.8.15
;τῷ μέλλοντι Id.3.6.18
; alsoπρὸς τὸ πάσχειν Procl.Inst.80
.5 to be set forth, expounded, Arist.Rh. 1419b23; in logical sense, Id.Top. 103b29, cf. APr. 48a8, Epicur.Nat. 28.1, Phld.Sign.19, etc.6 Geom., to be set out, 'taken', ἐκκείσθω κύκλος, ὁ ἐκκείμενος κῶνος, Archim.Sph.Cyl.1.5,28.II c. gen., fall from out, be left bare of,μηροὶ..ἐξέκειντο πιμελῆς S.Ant. 1011
.2 project,ἐκκειμένη εἰς θάλατταν ἄκρα Str.5.4.8
;πύργοι ἔξω ἐκκείμενοι D.C.74.10
;στέρνα προέχοντα καὶ ἐκκείμενα Philostr.Gym.35
;φλέβες ἐκκ. Gal.17(2).97
; in painting, stand out, Philostr.Im.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκκειμαι
-
5 πολυτέλεια
A great expense, extravagance, opp. εὐτέλεια, Hdt.2.87, Th.6.12;τρυφὴ καὶ π. X.Mem.1.6.10
;π. τῶν βίων Plb.13.1.1
, cf. 9.10.5, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτέλεια
-
6 ἀντιμετάληψις
A partaking of the opposite, Plu.2.438d (fort. ἀντίληψις) ; ἀ. τῶν βίων experience of divers kinds of life, ib.466c.2 double reflex movement, Hehod. ap. Orib.8.28.28,29.3 Gramm., interchange of forms, A.D.Adv. 155.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιμετάληψις
-
7 πρόθεσις
A placing in public; of a corpse, laying it out (cf.προτίθημι 11
), Pl.Lg. 947b, 959a, 959e, D.43.64.3 statement of a case, Id.Rh. 1414b8; ὑπέρ τινος τὴν πρόθεσιν ποιήσασθαι Id.Cat. 11a21; theme, thesis, Phld.Rh.1.36, al. S.: generally, proposition, statement, D.H.Amm.2.2.4 πρόθεσιν ποιεῖσθαι ἐπὶ ταῖς.. προσόδοις to make payment in advance, IPE12.32A41 (Olbia, iii B.C.).5 offering, PCair.Zen.328.75 (iii B.C.), Gauthier et Sottas Decret trilingue (iii B.C.), Call.Fr.1.13 P., OGI90.48 (ii B.C.), UPZ149.21,31 (ii B.C.): esp. in VT and NT, οἱ ἄρτοι τῆς π. the loaves laid before, shew-bread, LXX 1 Ki. 21.6(7), Ev.Matt.12.4;ἡ π. τῶν ἄρτων Ep.Hebr.9.2
, cf. Ph. 2.294;ἡ τράπεζα τῆς π. LXX 2 Ch.29.18
.II purpose, end proposed,ἐπαινῶ σὴν π. SIG22.14
(Magn. Mae., Epist. Darei), cf. Philipp. ap.D.18.167, Arist.APr. 47a5, Cleanth.Stoic. 1.131, Plb.5.35.2, Arr. Epict.1.21.2, etc.;π. βίων Adam.Phgn.1.2
; defined as σημείωσις ἐπιτελέσεως, Stoic.3.41; purposely,Plb.
12.10.6;τὰ κατὰ π. φύντα Ph.2.144
;τὰ κατὰ τὴν π. Plb.1.54.1
, cf. PTeb.27.81 (ii B.C.).IV Gramm., preposition, Chrysipp.Stoic.2.45, D.T.634.5, D.H.Comp.2, A.D.Synt.305.24, Pron.64.5.2 prefixing, placing first, Id.Synt.311.1, Pron.58.16.V = προθεσμία, interpol. in Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόθεσις
-
8 ἐξέτασις
A close examination, scrutiny, test, Pl.Ap. 22e, Tht. 210c;ἡδονῆς ἐ. πᾶσαν ποιήσασθαι Id.Phlb. 55c
;ἐ. ποιεῖσθαι περί τινος Lycurg.28
; ἐ. λαμβάνειν undertake an inquiry, D.18.246;ἐ. τινος ἔχειν Th.6.41
; ἔσχον τὸ ἴσον εἰς ἐ. I received the copy for examination, PLond.2. 338.24 (ii A.D.), etc.; ἐ. γίγνεται πρός τι comparison is made with.., Luc.Prom.12.2 a military inspection or review, ἐ. ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, hold a review of.., Th.4.74, 6.45,96;τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν βαρβάρων ποιεῖσθαι X.An.1.2.14
; ἐ. σὺν τοῖς ὅπλοις ἐγίγνετο ib.5.3.3.b at Rome, ἐ. ἱππέων, = Lat. transvectio equitum, Plu.Aem. 38, D.C.55.31;ἐ. ἐτησία Id.63.13
.c ἐ. τῶν βουλευτῶν, = Lat. lectio Senatus, revision of the Senatorial roll, Id.54.26.d ἐ. βίων, of the Roman Census, Plu.Aem.38, cf. J.AJ3.12.4.3 arrangement, order, Nicom. Harm.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξέτασις
-
9 ζῆλος
ζῆλος, ου, ὁ, later εος, τό, Ep.Phil.3.6 codd. opt.; [dialect] Dor. [full] ζᾶλος IG12 (5).891, etc.:—A jealousy (= φθόνος), Hes.Op. 195, S.OT 1526: coupled with φθόνος by Democr.191, Lys.2.48, Pl.Phlb. 47e, 50c, Lg. 679c(pl.);εἰς ζῆλον ἰέναι Id.R. 550e
: more usu. in good sense, eager rivalry, emulation, Id.Mx. 242a, Arist.Rh. 1388a30.2 c. gen. pers., zeal for one, ; κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους in emulation of him, Plu.Thes.25;ζ. πρός τινα Luc.Dem.Enc.57
: abs., passion, PGrenf.1.1.13 (ii B.C.).3 c. gen. rei, ζῆλον.. γάμων ἔχουσα causing rivalry for my hand, E.Hec. 352;ζ. ἀζήλων καὶ φόβον ἀφόβων Phld.Oec.p.66J.
; ζ. τῶν ἀρίστων emulous desire for.., opp. φυγὴ τῶν χειρόνων, Luc.Ind.17;ἀνδραγαθίας Plu.Cor.4
; soζ. πρός τι Phld.Rh.2.53S.
, Plu.Per.2;ζ. περὶ τὰ στρατιωτικά Str.14.2.27
: pl., ambitions, Phld.Rh.2.54S.5 personified as son of Styx, brother of Βία, Κράτος, Νίκη, Hes.Th. 384.II pride, honour, glory, S.Aj. 503;ζ. καὶ χαρά D.18.217
; τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος, ib.120;ζῆλον καὶ τιμὴν φέρει τῇ πόλει Id.23.64
, cf. 18.273, 60.33.III spirit,τῆς πολιτείας Plb.4.27.8
: pl., tastes, interests, τοῖς ἀπὸ διαφόρων ἐπιτηδευμάτων, βίων, ζήλων, ἡλικιῶν, Longin.7.4.2 esp. in Lit. Crit., style,τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου Str.14.1.41
, cf. Plu.Ant.2. -
10 παρατηρητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατηρητής
-
11 ἐπίσπεισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσπεισμα
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
Γόρδιος, Αναστάσιος — (Βρανιανά Αγράφων 1654 – 1729).Συγγραφέας και διδάσκαλος του Γένους. Ήταν ο πιο δημοφιλής μαθητής του Ευγένιου Γιαννούλη, με τη βοήθεια του οποίου ο Γ. συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα και αργότερα στην Πάντοβα της Ιταλίας, όπου σπούδασε… … Dictionary of Greek
Σοκηκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας κωμωδιογράφος, που έζησε στους αλεξανδρινούς χρόνους. Έργα του η Παρακαταθήκη και ο Φιλάδελφος. 2. Έλληνας ιστορικός συγγραφέας από τη Ρόδο, που έζησε τον lo π.Χ. αι. Έγραψε Φιλοσόφων διδαχάς σε τρία βιβλία… … Dictionary of Greek
αντιμετάληψις — ἀντιμετάληψις, η (Α) 1. συμμετοχή στο αντίθετο 2. φρ. «αἱ τῶν βίων ἀντιμεταλήψεις» συνεχείς αλλαγές στον τρόπο ζωής, εμπειρία σε διάφορα είδη ζωής 3. (Γραμμ.) αμοιβαία αλλαγή δύο τύπων … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
Diogĕnes [1] — Diogĕnes (gr., d.i. der von Zeus Gezeugte), bei Homer Beiname von Königen, später gewöhnlicher Name. I. Byzantinischer Kaiser: 1) so v.w. Romanus. II. Philosophen u. Dichter: 2) D. Apolloniates od. der Physiker, aus Apollonia in Kreta, ionischer… … Pierer's Universal-Lexikon